Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ προπορευόμενοι

См. также в других словарях:

  • προπορευόμενοι — προπορεύομαι pres part mp masc nom/voc pl προπορεύω cause to go before pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπορεύομαι — ΝΑ (σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται τής πομπής») νεοελλ. μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω αρχ. 1. έρχομαι προς τα εμπρός 2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.) 3. (για ποταμό)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»