-
1 προπορευόμενοι
προπορεύομαιpres part mp masc nom /voc plπροπορεύωcause to go before: pres part mp masc nom /voc pl -
2 προπορεύω
A cause to go before, Ael.NA10.22:—[voice] Pass., with [tense] aor. [voice] Med., go before, Aen.Tact. 23.10, etc.;π. τινός Arist.Mir. 844b5
, Act.Ap.7.40;πρὸ προσώπου τινός LXX Ex.32.34
, Ev.Luc.1.76;πρὸ τοῦ στρατοῦ Arr.An.5.15.1
;π. ἐπὶ δὔ ἡμέραις Plb.3.52.8
; οἱ προπορευόμενοι the van, Id.2.27.2, etc.; ἡ προπορευομένη, = πρόπολος, Seleuc. ap. Ath.6.267c; of a river, flow onward, LXX Ge.2.14(v.l.).2 come forward, Plb.1.80.8, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπορεύω
См. также в других словарях:
προπορευόμενοι — προπορεύομαι pres part mp masc nom/voc pl προπορεύω cause to go before pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπορεύομαι — ΝΑ (σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται τής πομπής») νεοελλ. μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω αρχ. 1. έρχομαι προς τα εμπρός 2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.) 3. (για ποταμό)… … Dictionary of Greek